twitter
rss

Twitter Delicious Facebook Digg Stumbleupon Favorites
15 Απρ

Για μια χρονιά ακόμη το σχολείο μας απέσπασε διακρίσεις στον διαγωγνισμό για τις Λαζαρίνες που διοργάνωσε ο Πολιτιστικός Οργανισμός του Δήμου Τρικκαίων. Συγκεκριμένα το 1ο βραβείο καλύτερα στολισμένου καλαθιού. Μπράβο στις  Λαζαρίνες και στις δασκάλες τους και του χρόνου πάλι πρωτιά όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια και έχει γίνει θεσμός.

Σας παρουσιάζουμε μερικά από τα κάλαντα του Λαζάρου της περιοχής μας:

1) Μάννα μου τον ιγιόκα σου
τον κόκκινο κρασάτο
τον έλουζες τον χτένιζες
στον δάσκαλο τον στέλνεις
Κι ο δάσκαλος τον έδερνε με μια ψιλή Βεργούλα
με μια ψιλή με μια λιγνή με μια μαλαματένια
Παιδί μου που είναι τα γράμματα
παιδί μου που είναι ο νους σου
Τα γράμματα είναι στο χαρτί
και νους είναι πέρα πέρα στις όμορφες πέρα στις μαυρομάτες
που χουν το μάτι σαν ελιά το φρύδι σαν γαϊτάνι
το δόλιο το ματόφρυδο σαν κλόσι από μαντήλι !!!!!!
Και του χρόνου!!!!!!!
2)Μαναμ’ τη θυγατέρα σου
Μάναμ’ τη μοναχή σου
Την έλουζες την χτένιζες
στα σύννεφα την κρύβεις
και σπάραζε το σύννεφο
και φάνηκε η κόρη μέσα
Την είδε ο Θεός την είδε η γης
την είδε ο κόσμους όλος
Την είδε και ο πραματευτής
και έπεσε να πεθάνει
Σώπα σώπα πραματευτή
γαμπρό για να σε κάνω
Γαμπρό στη θυγατέρα μου
γαμπρό στην μοναχή μου
Πόχει το μάτι σαν ελιά
το φρύδι σαν γαϊτάνι
Το δόλιο το ματόφρυδο σαν κλόσι από μαντήλι
Έχει και τα ξανθά μαλλιά
σαράντα πέντε πήχες
Χόρεψαν και στου γάμου του
με δυο με τρία μαντήλια
με δυό με τρία με τέσσερα
μ’ένα ζυγό παιχνίδια!!!!
Και του χρόνου!!!!!
3)Λαζαριατικα κάλαντα Μεγαλοχωρίου Τρικάλων
Ένα μικρό, μικρούτσικο, του βασιλιά τ αγγόνι
Τριγύρω – γύρω έφερνε, βασιλικόν μαζεύει,
Βασιλικόν κι αμάραντο και μουσχοκαραφύλι.
Δίνει χεριά τη μάνα του, χεριά την αδελφή του
Χεριά κρατά στον κόρφο του για να ‘χει να μυρίζει.
Σε τούτ’ τα σπίτια τα ψηλά, τα μαρμαροστρωμένα
Εδώ ‘χουν κόρη για παντρειά, κόρη να την παντρέψουν.
Της τάζουνε το βασιλιά, της τάζουνε το Ρήγα.
– Δεν θέλω γω το βασιλιά, δεν θέλω γω το Ρήγα.
Μον’ θέλω τ αρχοντόπουλο , τ αρχοντογεννημενο
Που πήγε και γεννήθηκε κατάματα τον ήλιο.
Γραμματικέ, Γραμματικέ και ψάλτη κι αναγνώστη
Που έγραφες, κοντύλιαζες τριών χρόνων παιδάκι
Και σείστηκαν τα χέρια του κι εχύθη το μελάνι
Και βάψανε τα ρούχα του, τα λενια μεταξένια.
Σ’ εννιά ποτάμια τα ‘πλυνε και βάψαν τα ποτάμια
Σ’ εννιά τσαΐρια ’ άπλωσε και βάψαν τα τσαΐρια.
Σ’ εννιά δεντράκια τ άπλωσε και βάψαν τα δεντράκια
Και πέρασεν ο βασιλιάς και έβαψε τ άλογο του
Και πέρασα κι εγώ από κει κ έβαψα τα μαλλιά μου!

Comments are closed.